Ήταν πάντα εκεί για όλους, πρόθυμη να ακούσει, να συμβουλέψει, να κλάψει μαζί με όποιον το είχε ανάγκη, να γελάσει, να γίνει λιώμα από το ποτό για την παρέα…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Να σηκώσει όλα τα βάρη του κόσμου με μια τόσο ευαίσθητη ψυχή σαν τη δική της, κόντρα σε μια μια δύσκολη ζωή σαν τη δική της…

Τα έκανε με την καρδιά της, τα ένιωθε, και πολλές φορές έμπαινε στη θέση του φίλου της, γινόταν ένα με το πρόβλημα του.

Τέτοιοι άνθρωποι είναι είδος προς εξαφάνιση μάλλον, αλλά εκείνη αποτελούσε εξαίρεση. Ξέφυγε από την επανάσταση του…προσωπικού αφανισμού, γιατί η καρδιά της είχε δικό της μπαϊράκι. Βέβαια όλα έχουν το τίμημα τους σε αυτή τη ζωή.

Και το δικό της το πλήρωνε με γραμμάτια…και ναι, είχε πολλά ανεξόφλητα ακόμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Πόσο να αντέξει κι αυτή;

Μια ταλαίπωρη ψυχή, αυτό ήταν.

Όμως δεν το έβαζε κάτω, πολεμούσε το καθετί που της συνέβαινε μέχρι να το εξοντώσει -μόνο τότε ησύχαζε. Τις τελευταίες μερες δεν ήταν καλά, το ένιωθε. Ο κόμπος είχε κατσικωθεί για άλλη μια φορά στο λαιμό της, δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί και τώρα όχι μόνο δεν την άφηνε να ανασάνει, αλλά είχε και αγκάθια γύρω του.

Αυτός ο πόλεμος της άφηνε τραύματα ανοιχτά, για πολύ καιρό. Κάθε στεναχώρια, είχε το δικό της αποτύπωμα πάνω της. Μικρές και μεγάλες πληγές χρησιμοποιούσαν το κορμί της, ήταν ο καμβάς τους, και τα χρώματα που πρωταγωνιστούσαν πάνω του ήταν το κόκκινο και το καφέ.

Κόκκινο οι φρέσκες πληγές, καφέ οι παλιές…

Μπήκε σε νοσοκομείο. Όχι σε οποιοδήποτε νοσοκομείο.

Το χαρτί του εισιτηρίου έγραφε με μεγάλα γράμματα “Νοσοκομείο Ψυχών”.
Ξαπλωμένη στα λευκά σεντόνια, με την ολόλευκη ρόμπα να καλύπτει τα ανοιχτά τραύματα, τόσο ταλαιπωρημένη.

Η ψυχή της ήταν ακουμπισμένη στο στενό κρεβάτι, πιο πονεμένη από ποτέ.

Ό,τι ήθελε να αγκαλιάσει ήταν μακριά, ό,τι ήθελε να δει μπροστά της αληθινό, πραγματικό, το έβλεπε μόνο σε όνειρο…και αυτά ήταν ο θησαυρός της, τα όνειρα, μόνο αυτά.

Σε εκείνο το κρύο κρεβάτι του νοσοκομείου της χορήγησαν ισχυρή αντιβίωση ψυχής, δυνατά αντισηπτικά για τις πληγές, και ορούς ελπίδας.

Νοσηλευτές ήταν τα λόγια των αγαπημένων της προσώπων, γιατροί γινόντουσαν όλοι αυτοί που τα ξεστόμιζαν.
Οι μέρες της νοσηλείας έφτασαν στο τέλος τους. Οι πληγές έκλεισαν και τη θέση τους πήραν σημάδια που ίσα-ίσα φαίνονταν.

Άλλη μια περιπέτεια τέλειωσε και εκείνη είχε βγει νικήτρια για άλλη μια φορά.

Η ζωή ήταν σκληρή μαζί της, αλλά αυτή ήταν πιο σκληρή με τη ζωή.

Λες και ο Καζαντζάκης όταν έγραφε τη φράση “Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;” είχε εκείνη στο μυαλό του…

Της Δικαίας Μαραβέλια.

Πηγή

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ