Η αυτοκτονία δεν κρύβει καμία διέξοδο. Μόνο απώλεια.
Της Στεύης Τσούτση.
Η σφαίρα του παραλόγου σε προστατεύει από τη συντριβή, έγραψε κάπου ο Ελύτης.
Μυαλό: συνειδητοποιημένο, συγκροτημένο κι όμως κρατημένο από τη λογική με μια μοναχά κλωστή.
Λεπτή, όμοια με τρίχα.
Ζεις, ζορίζεσαι, πονάς κι αυτή η κλωστή τεντώνει κι επανέρχεται με κάθε σου χαμόγελο. Αν όμως σπάσει; Βλέπεις υπάρχουν αδύναμοι και δυνατοί. Σκληροί και λιγότερο σκληροί.
Άνθρωποι που μπορούν να διαχειριστούν τα συντρίμμια της ύπαρξής τους κι άνθρωποι που τρομοκρατούνται, τρελαίνονται, αυτοκτονούν.
Οικονομικές δυσκολίες, διάλυση προσωπικών σχέσεων και οικογενειών, θάνατος αγαπημένου προσώπου. Εμπόδια της ζωής, μικρά ή μεγάλα, που σύμφωνα με τους ειδικούς έχουν αυξήσει τα ποσοστά των αυτοκτονιών στη χώρα μας κατά 43% από την αρχή της κρίσης, το 2007.
Μια κουκίδα σε γράφημα των στατιστικών κι αυτός. Ετών 17, με αίμα να βράζει και ψυχή καθάριο διαμάντι. Ένας νομός βυθισμένος στο πένθος στο άκουσμα της άτακτης φυγής του. Πάει πλέον καιρός που “μετακόμισε” αλλού.
Αγαπώ τα παιδιά γιατί πιστεύουν στα παραμύθια. Γιατί μες την τρυφερότητα του είναι τους, θεωρούν και τη ζωή παραμυθένια. Βλέπεις όταν πάνω από το προσκέφαλο η μάνα τους λέει μια ιστορία για καληνύχτα, όταν το τέλος δεν είναι της αρεσκείας τους, ξέρουν πως εκείνη θα το αλλάξει.
Μακάρι να άλλαζε το τέλος που δε μας αρέσει και στη ζωή, όπως ακριβώς και στα παραμύθια της καληνύχτας…
«Δε ξεχνούσε την πρώτη φορά που βρέθηκε καβάλα σε άλογο.
Μαθητούδι του Δημοτικού ήταν κι ο πατέρας του τον έβλεπε ολάκερο άντρα. Με ένα σάλτο τον βόλεψε μαζί του στη σέλα και ξεκίνησε τον καλπασμό. Δε φοβήθηκε στιγμή. Ένιωθε τον άνεμο κόντρα να του φυσά τις ατίθασες μπούκλες κι ήξερε ότι εκεί πάνω ανήκε.
Δεκαεπτάχρονο παλικαράκι ήταν όταν βρήκε να τον περιμένει το δικό του άλογο στο κτήμα. Με στιλπνό τρίχωμα, στο χρώμα του ερέβους .
Ωρίωνας, όνομα αδιαπραγμάτευτο από την πρώτη ώρα. Αχώριστος σύντροφος στις ώρες της ανεμελιάς. Εξομολογητής του έρωτά του για το κορίτσι με τις δυο λίμνες για μάτια, του διπλανού θρανίου.
Κι όταν τα μάτια γίνανε δικά του, όταν ο έρωτας γέμισε κάθε λεύτερη ώρα και σκέψη, ο καρδιακός φίλος υπομονετικά περίμενε να ευκαιρήσει για ένα χάδι, μια βόλτα.
Τη μέρα που αυτή του είπε να χωρίσουν, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Τον κοιτούσε με δυο παγωμένες λίμνες στη θέση των ματιών που λάτρευε.
Ξαφνιάστηκε, θύμωσε, ξέσπασε.
Μετά έκλαψε, παρακάλεσε μα η κοπέλα στάθηκε ανυποχώρητη.
Μήτε κατάλαβε πως βρέθηκε με το κυνηγετικό όπλο του πατέρα στο χέρι. Μια μοναδική στιγμή κι όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους. Ο πόνος που του σπάραζε τα σωθικά θα σταματούσε.
Το σπίτι ήταν βουτηγμένο στα μαύρα. Ο μικρός του αδερφός κοίταζε στο κενό, χαμένος. Αυτός τον είχε βρει. Ένα αιμάτινο κουβάρι ανυπαρξίας, κυλισμένο στο πάτωμα της κουζίνας.
Κι η μάνα μισότρελη. Κι αυτός;
Αερικό που στοίχειωνε το σπίτι. Ένα σπίτι με μαύρα πανιά στους καθρέφτες, με μάσκες πόνου στα πρόσωπα των αγαπημένων.
Αυτή ήταν λοιπόν η άλλη όχθη; Που ήταν η λήθη που με πείσμα αναζήτησε;
Άκουσε τον πατέρα: “Το άλογο τρελάθηκε” είπε. Σα να ‘νιωσε πως εκείνος έφυγε, χτυπιέται και αφρίζει. Έχει διαλύσει το στάβλο. Ας δώσουμε ένα τέλος στην αγωνία του”.
Αφού δεν υπήρχε πια, γιατί πονούσε τόσο; Γιατί τον τσάκιζε ο φόβος για το άλογο, η έννοια για τη μάνα, η πίκρα για τον αδερφό και τον πατέρα;
Ήταν δειλός. Ποτέ δεν υπήρξε το παλικάρι που καμάρωνε ο πατέρας. Ο Διγενής του, όπως συνήθιζε να λέει. Σε μια στιγμή τρέλας διέλυσε αυτούς που αγαπούσε. Κι αυτή; Πως άραγε να είχε πάρει το μαντάτο του χαμού του; “Στο ψυχιατρείο την πήγανε” άκουσε να λένε, σα να είχαν ακούσει τη σκέψη του.
Και τότε συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε ίχνος ηρωισμού σ’ αυτό που τόσο παράτολμα και απελπισμένα έκανε.
Μοναχά απώλεια.
Και η νέμεσή του θα ήταν να ζει από κοντά, όσα έτσι αστόχαστα προκάλεσε. Ασυλλόγιστος και δειλός. Γιατί τώρα έβλεπε καθαρά πως δειλία είναι να αρνείσαι να αντιμετωπίσεις όσα έρχονται στο δρόμο σου.
Δειλία είναι να αρνείσαι να παλέψεις για αυτούς που αγαπάς, για το θαύμα της ζωής που τόσο απλόχερα σου χαρίστηκε.
Η μετάνοια ήρθε σαν ένα παγωμένο φύσημα του ανέμου και τον έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμος. Έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά αρνούμενος να δει τον πόνο τους, ανίκανος να ακούσει τον δεύτερο όμοιο ήχο που θα βύθιζε και τον Ωριώνά του στην ανυπαρξία.
Και σαν πεισματάρικο πιτσιρίκι, με κλειστά μάτια κι αυτιά, άρχισε να μουρμουρίζει ακατάσχετα, για να εμποδίσει τον πυροβολισμό ν’ ακουστεί. Ο ήχος όμως αποδείχτηκε δυνατότερος από τον ίδιο. Μα δεν ήταν αυτός που περίμενε. Δίχως άλλο, παιχνίδια του έπαιζε ο νους του.
Ζεστή ανάσα του φλόγισε το πρόσωπο και τον ανάγκασε από το ξάφνιασμα να ανοίξει τα μάτια. Ο Ωριώνας είχε πλησιάσει και τον σκουντούσε. Στη συνειδητοποίηση της αλήθειας, του ήρθαν κλάματα χειρότερα από πριν.
Εφιάλτης! Ένας εφιάλτης του δειλού του εαυτού.
Μα πέρασε. Όπως θα περνούσε κι ο πόνος.
Καβάλησε τον Ωριώνα και κάλπασε με πείσμα κόντρα στον άνεμο. Ακατόρθωτο λέμε μόνο ότι δεν πεθυμήσαμε αρκετά. Κι αυτός επιθυμούσε να ξεπεράσει τον πόνο. Χαμογέλασε με κόπο και σκέφτηκε πως ίσως σε λίγο καιρό θα κατάφερνε να πει : Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Πρώτη δημοσίευση του παραμυθιού : Περιοδικό City vibes
Ολες οι Ειδήσεις
- Χωρίς την Τατιάνα Στεφανίδου η ελληνική τηλεόραση;
- «Τα προβλήματα λύνονται με την ελευθερία και την αγάπη» – Το αναστάσιμο μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου
- Η βασίλισσα της καρδιάς μας: Η 77χρονη Άννα Μαρία εμφανίστηκε στο παλάτι με ροζ φόρεμα και αληθινές πέρλες
- Εφιαλτική δεξίωση γάμου στο Μεξικό: Στο νοσοκομείο εσπευσμένα 80 καλεσμένοι από δηλητηρίαση
- Κρήτη: 44χρονη μάνα έπαθε ανακοπή μπροστά στα μάτια του παιδιού της στο κέντρο του Ηρακλείου
- «Τσουχτερό» φέτος το πασχαλινό τραπέζι – Ποια προϊόντα ανεβάζουν το κόστος
- Μεγάλη Τετάρτη: Σημερα το Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου
- Συγκλονίζει η Νένα Χρονοπούλου: «Όταν γεννήθηκε ο γιος μου, πήγα να πεθάνω – Ζήτησα να τον αεροβαπτίσουν»