Της Στεύης Τσούτση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Άτιμοι καιροί αυτοί που ζούμε.
Σου στραγγίζουν κάθε δύναμη, σε μπλέκουν σε φαύλους κύκλους, σε βαλτώνουν.
Παλεύεις καθημερινά για τη ζωή σου. Τρέχεις για να επιβιώσεις, σκίζεσαι.
Κι όμως δεν είναι αρκετό.
Κάποιοι αποφάσισαν για σένα, χωρίς εσένα, κάποιοι υπέγραψαν το μέλλον σου, κάποιοι κίνησαν τα νήματά σου.
Δεν ήσουν εσύ.
Εσύ μονάχα έγινες πιόνι. Έγινες εξιλαστήριο θύμα κι από εκείνη την ώρα τρέχεις.
Τρέχεις να διεκδικήσεις τη ζωή σου. Τρέχεις να γεμίσεις την τσέπη σου για να τη δεις την ίδια ώρα άδεια από εκείνους.
Άσχημο πράγμα να ζεις και να προσπαθείς να δημιουργήσεις κάτι στους καιρούς που ζούμε.
Οι παλιοί, καλώς ή κακώς έκαναν τα κουμάντα τους. Δεν καλοζωούν αλλά έχουν ακόμη να φάνε από πάνω τους.
Ήταν καλοί οι καιροί τους; Ήταν εκείνοι πιο άξιοι; Πολλά θ’ακούσεις να λένε.
Κι εσύ, νέος σε έναν κόσμο που σ’έχει καταδικάσει, τρέχεις για τα απαραίτητα.
Τρέχεις με πόδια γυμνά και τρύπιες τσέπες. Που ολοένα τις γεμίζεις κι ολοένα άδειες είναι.
Γαμησιάτικα πληρώνεις και δε ζεις.
Μόνο λες ότι ζεις. Κι ίσως και κάπου κάπου να το πιστεύεις κιόλας.
Αλλά αυτό είναι καρικατούρα ζωής. Πλεγμένη με σκοινιά μαριονέτας που μια στα αφήνουν λάσκα για να λες ότι είσαι ελεύθερος και μια στα σφίγγουν για να σου θυμίζουν ότι βλακείες πίστευες και καμία ελευθερία δεν έχεις.
Δύσκολο να είσαι νέος σήμερα, στο ξαναλέω.
Δύσκολο να προσπαθείς να χτίσεις κάτι από μόνος σου. Να παλέψεις για το καλύτερό σου αύριο.
Δαιμόνια κυνηγάς, δράκους παλεύεις να σκοτώσεις. Και καταλήγεις πώς;
Εξαντλημένος και φτωχός. Με κάποιους να σε λένε άχρηστο και τεμπέλη. Και να σε πιάνει το παράπονο.
Παράπονο γιατί δεν ξέρουν, εκείνοι οι φτιαγμένοι σε άλλους καιρούς, το τρέξιμό σου για ένα νοίκι, για ένα λογαριασμό ρεύματος, για ένα ψευτογραφείο ώστε να μπορέσεις να δουλέψεις.
Χαράμι οι σπουδές κι εσύ αναγκάζεσαι σε δέκα δουλειές για να παλέψεις τα καθημερινά, τα αναμενόμενα κι όλα τα απρόοπτα που θα σου σκάσουν.
Κι ένα φράγκο στην άκρη για μια περίπτωση ανάγκης δεν μπορείς να μαζέψεις. Γιατί όλο ανάγκες προκύπτουν που δεν μπορείς παρά να τις καλύψεις. Κι όλο καλύπτεις κι όλο ακάλυπτος μένεις.
Δύσκολοι καιροί κι εσύ παλεύεις. Και πεισμώνεις κι όσο μπορείς τη γλεντάς. Την ίδια ώρα που την τρέχεις, που την κυνηγάς, τη γλεντάς κιόλας.
Γιατί κάπου μες το τρέξιμο, μέσα στις απίστευτες πτώσεις που σου τσάκισαν ηθικό και μούτρα, έμαθες ότι δεύτερη ζωή δεν έχει. Το είπε και ο ποιητής, το λένε κι όλοι. Κι αν η δική σου είναι σημαδεμένη από τρέξιμο για κλείσιμο σε τρύπες, εσύ θα τη γλεντάς.
Έτσι σε πείσμα όσων σε λένε τεμπέλη κι άχρηστο. Σε πείσμα εκείνων των φτιαγμένων που δε χρειάστηκε ποτέ να τρέξουν σε φαύλους καιρούς. Που δεν έχασαν ποτέ από χέρι γιατί άλλοι το αποφάσισαν γι’αυτούς.
Παλεύεις και γλεντάς τη ζωή. Κι ας χρωστάς. Κι εκείνη σου χρωστά.
Και κάπως έτσι πατσίζετε…

διαφορετικό

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ