της Τίνας Παπαβασιλείου

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Στέκεσαι κατακρεουργημένος σε μια γωνιά εδώ και ώρα. Η πίστη σου αιμορραγεί σαν να περπατούσε όλο το βράδυ πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Είναι η ώρα που ο τοίχος προβάλλει θεόρατα τα λάθη σου στη θέση της σκιάς σου. Κι είναι, όπως πάντα, Κυριακή. Η μέρα που ο κόσμος σωπαίνει και δεν ανασαίνει κανείς στη γη εκτός από τη συνείδησή σου, μια μέγαιρα που ξύπνησε σήμερα για να σου υπενθυμίσει εκείνα που αποφεύγεις να ομολογήσεις στον εαυτό σου.

Τους ανθρώπους που άφησες να ποδοπατήσουν την ορθάνοιχτη καρδιά σου, εκείνους που σε φιλοξένησαν στη δική τους και τη γέμισες ουλές, τους φίλους που έχασες στο δρόμο και τον δρόμο που έχασες. Τα βράδια που ήπιες παραπάνω κι εξακόντισες λόγια με λεπίδες, τα φιλιά που πόθησες περισσότερο απ’ όλα, μα δεν χάρισες ποτέ, εκείνα που χάρισες άψυχα κι αμέτοχα, σαν να έπλενες πιάτα στο νεροχύτη, το βλέμμα που απέστρεψες με δειλία, καταδικάζοντάς το στη λήθη και το χέρι που αρνήθηκες να απλώσεις όταν στο ζήτησαν.

Τις εξηγήσεις που όφειλες και τις στιγμές που διεκδίκησες ένα δίκιο που δεν σου ανήκε, το όμορφο πρωινό που κατέστρεψες με μια πικρή κουβέντα ή μια ανόητη πράξη, την πεισματάρα ψυχή σου, που δείλιασε όταν είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, το μαχαίρι που βύθισες, δίχως δεύτερη σκέψη στην καρδιά του ανθρώπου που σε αγαπούσε περισσότερο, το τηλέφωνο που δεν σήκωσες ποτέ, τις καλημέρες που θανάτωσες οριστικά και αμετάκλητα.

Εκείνη τη βαθιά ανάσα που δεν πήρες για να βουτήξεις στην πραγμάτωση του ονείρου, την γελοία ιδέα που ενστερνίστηκες πως το σύμπαν κι ο κόσμος σου χρωστάνε χάρη, τα χρόνια που άφησες να παρέλθουν μετανιώνοντας και θρηνώντας, τα δάκρυα που δεν θυσίασες στο βωμό εκείνων που τους έπρεπαν και το φλιτζανάκι με τα αυριανά σχέδια που δεν επέτρεψες ποτέ να ξεχειλίσουν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Σήμερα οι ρυτίδες σου δείχνουν πιο απόκρημνες. Και τα μαλλιά σου πιο άσπρα. Και το σώμα σου πιο γέρικο και άτολμο. Τώρα ο πόνος ζυγίζει πιο πολύ από την περηφάνια σου. Ο όγκος που καταλαμβάνει δεν χωράει στο σώμα, ούτε στο μυαλό σου κι είναι αργά για να διώξεις τον εγωισμό, είσαι πολύ αδύναμος για να κάνεις λίγο χώρο για τον πόνο.

Κι ίσως κάποτε να έχεις το δικαίωμα να αποτινάξεις το πένθος, μα απόψε έχεις υποχρέωση να καρπωθείς τις συνέπειες που έστρωσες και να κοιμηθείς αγκαλιά με τις πληγές σου.

Δεν μπορείς να αναβάλλεις αιώνια αυτή την επίσκεψη στη γωνιά της απολογίας. Είσαι μεγάλος και πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου. Και δεν υπάρχει ιερέας να σε καταδικάσει στο πυρ το εξώτερο. Υπάρχεις εσύ που έχεις δει τα πάντα ξεκάθαρα κι αυτό είναι σκληρότερο από κάθε Ιερά Εξέταση. Και δεν θα συγχωρεθεί με 10 Πάτερ ημών ούτε με 10 τάχα καλόβουλες πράξεις.

Δεν υπάρχει πιο επώδυνη βία από αυτήν: Να σταθείς εκεί, απέναντι από τον καθρέφτη και να αντικρίσεις ντροπιασμένος το θηρίο που άλλοτε κρύβεις καλά κι άλλοτε φανερώνεις αδίστακτα. Να του μιλήσεις και να δεις τί θα σου αντιγυρίσει. Να το ρωτήσεις αν χόρτασε από αίμα και αν ξεδίψασε από πόνο. Να το αφήσεις να τραφεί καλά μέχρι να μη χωράει πια πουθενά μέσα σου. Μέχρι να σκάσει και να πλαντάξει στο κλάμα από τα νεύρα του που δεν βρίσκει χώρο να απλώσει κι άλλα αιμοβόρα πλοκάμια. Να κοιτάξεις στα μάτια τα λάθη σου και να τα παραδεχθείς, χωρίς να ψάχνεις μέρος να κρυφτείς.

Στάσου κοντά στη φωτιά και άσε το δέρμα σου να αρπάξει. Και ζήτα μια συγχώρεση που δεν θα φτάσει ποτέ, σαν να την ζητιάνεψες από ένα βράχο ακλόνητο κι αμετάπειστο. Ζήτα συγγνώμη για τα ψέματα που λέρωσαν χιλιάδες φορές την ψυχή σου, που όσο τα πίστευες τόσο έτρεφαν το τέρας μέσα σου, τόσο σε τύφλωναν και σε έκαιγαν από μέσα προς τα έξω. Απολογήσου για όλες τις φορές που πρόδωσες τον εαυτό σου περισσότερο από τον καθένα, για όλες τις αποφάσεις που δεν πήρες και για τις άλλες που βιάστηκες να αρπάξεις από τα μαλλιά εν βρασμώ. Γονάτισε με μεταμέλεια μπροστά στα όνειρα που φυλάκισες, εκείνα που άφησες να σαπίσουν στο ίδιο κελί με το χαμένο παιδί μέσα σου.

Θυμήσου τους ανθρώπους που ζήτησαν ένα δείγμα από την αγάπη σου με πόνο και παράπονο και δίστασες να τους προσφέρεις την αγκαλιά που άξιζαν πριν γίνουν κάδρα στον τοίχο σου. Θυμήσου τα πενιχρά δευτερόλεπτα που θα μπορούσες να θυσιάσεις για να τους δεις να χαμογελάνε. Ζήσε ξανά το τελευταίο αντίο που ξεστόμισες, εκείνο που δεν κατάφεραν να ακούσουν ποτέ από το μέρος που είχαν πετάξει.

Θυμήσου πόσο μάταιο ακούστηκε εκείνο το “Σ’αγαπώ” που είχε αποδέκτη μια το χώμα και μια το σύννεφο.

Tρέξε το ρολόι πίσω και πάγωσέ το στις όμορφες στιγμές. Κλείσε τα μάτια και νιώσε πόσο έτσουζαν οι γυμνές πατούσες σου, όταν έτρεχες σε εκείνη την καυτή τσιμεντένια αυλή, το απομεσήμερο του Ιουνίου και πόσο αχάριστα κλαψούριζες που μάτωσαν μια-δυο φορές τα γόνατά σου. Ανακάλεσε την υφή της κουρτίνας, όπως τη φυσούσε ο βραδινός αέρας στο μπράτσο σου, το τρίξιμο των καλοκαιριών στο παιδικό ποδοβολητό, το χρώμα που είχαν οι μυρωδιές του κήπου, τον ήχο που έκανε το κλεμμένο ρόδι από τη διπλανή αυλή, όταν έσπασε στα πέτρινα σκαλοπάτια.

Κι ύστερα, μεγάλωσε λίγο ακόμα. Και άγγιξε εκείνο το καρούμπαλο που έμεινε για πάντα στην ψυχή και το κεφάλι σου, όταν έπεσες στα σκαλιά του σχολείου μπροστά σε όλο τον λυκειόκοσμο. Θυμήσου τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, της υγρής ασφάλτου, του σάπιου φύλλου, 8 η ώρα το πρωί, όταν ξεκινούσε το μάθημα.

Μπες σε εκείνο το αεροπλάνο και φύγε από το πατρικό σου. Δες, σαν να είναι τώρα μπροστά σου, πόσο βροχερή και συννεφιασμένη ήταν η πρώτη μέρα στην πόλη που σπούδασες, πώς μύριζε ο αέρας αποχωρισμό και αναγκαστική προσαρμογή. Πώς περπάτησες πάνω και κάτω 16 φορές το βρώμικο λιμάνι με τις τσούχτρες της πόλης που ούρλιαζες πως σιχαίνεσαι, μα τελικά θα αγαπούσες. Κι άκου προσεκτικά τον παφλασμό της τέντας όταν έβγαινες στο μπαλκόνι να αποχαιρετήσεις τον πατέρα που κατηφόριζε την Παρασκευοπούλου, πώς γυάλιζαν μπροστά σου ζωντανά τα δάκρυα της μητέρας στο τηλέφωνο.

Τα θυμάσαι τώρα όλα και τα έχεις ξαναζήσει με ακρίβεια. Τα χαμογελαστά και τα θλιμμένα, εκείνα που εκτίμησες τη στιγμή που ενσαρκώθηκαν μπροστά σου, όσα χρειάστηκες χρόνια για να συνειδητοποιήσεις κι όσα δεν έμαθες να μετράς δίκαια στον τελικό απολογισμό. Κι όμως, αυτή τη στιγμή τίποτα δεν είναι πιο ειλικρινές από τα δυο σου πόδια που πατάνε με δύναμη κάτω. Και τίποτα δεν είναι πιο αμείλικτο από τη βαρύτητα που σε θέλει δέσμιο της γης, κρατούμενο μιας ζωής που νομίζεις πως γέμισες λάθη.

Είναι η ώρα να αφήσεις τον θάνατο που σου περνάει από το μυαλό σαν λύτρωση. Πρέπει να αλλάξεις διεύθυνση στην έλξη που σε μετατοπίζει προς το κενό και να πάψεις να παρακαλάς για φτερά. Το πλήρωμα του χρόνου φτάνει πολλές φορές σε μια ζωή. Κι είναι η στιγμή που πρέπει να ζυγίσεις τον εαυτό σου αυστηρά, για να ανακαλύψεις πως το μισό βάρος σου είναι λάθη και το υπόλοιπο μισό σωστά. Πως όλος κι όλος, αυτός είσαι, ένα 50% λάθος, ένα 50% σωστός, μα είσαι εσύ που μπορείς να αλλάξεις τον ρου της ιστορίας κατά βούληση ή να αφεθείς στη ροή κι όπου σε βγάλει.

Κι όχι, για όσα πέρασαν δεν έχεις άλλη ευκαιρία, αλλά θα έρθουν άλλα και πρέπει να είσαι έτοιμος. Πρέπει να είσαι εσύ κι όλα όσα τα λάθη και τα σωστά σου σού δίδαξαν.

Και, μην ξεχνάς, αύριο είναι μια νέα αρχή. Τη λένε Δευτέρα.

διαφορετικό 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ