Εκείνοι που τους τρέλανε η θλίψη και η απώλεια…
Της Στεύης Τσούτση.
Περπατούσε πάντοτε σκυφτός.
Άλλοτε τρεχάτος κι άλλο σέρνοντας, θαρρείς, το βήμα του.
Πάντα μόνος.
Έγερνε το κεφάλι του προς τον ώμο και μιλούσε στον εαυτό του. Ψιθυριστά κι επίμονα.
Κανείς δεν ήξερε τι του έλεγε. Ένα απροσδιόριστο μουρμουρητό έβγαινε προς τα έξω.
Άλλοτε τα βρίσκανε κι εκείνος χαμογελούσε. Χτυπούσε, μάλιστα, επιδοκιμαστικά τα χέρια του.
Ήταν τα παλαμάκια της χαράς του.
Άλλοτε πάλι τα χάνανε κι ο εκνευρισμός του ήταν διάχυτος.
Μικρές άναρθρες κραυγές έβγαιναν από το στόμα του.
Τσακωμός.
Ένας δικός του καυγάς που κανείς δεν ήξερε να εξηγήσει.
Όλοι στη γειτονιά τον ήξεραν από χρόνια.
Δεν ήταν άστεγος. Ούτε αλήτης.
Πάντα καθαρός και περιποιημένος. Πάντα να προδίδει η κοψιά του ένα γυναικείο χέρι που πρόσεχε, φρόντιζε, ανησυχούσε.
Μάνας.
Το πέτρινο σπίτι στη γωνία. Με την παστρική αυλή και τις γλάστρες τις γεμάτες μυρωδικά.
Γεμάτο λουλούδια για να ανθίζει η καρδιά της μάνας. Να ξεχνά τον πόνο.
Αν γινόταν…
Δε γινόταν…
Εκείνος δεν ενοχλούσε ποτέ.
Περιφερόταν όλη μέρα στο δρόμο.
Τους άνδρες τους φοβόταν.
Τις γυναίκες τις ντρεπόταν.
Μόνο τα παιδιά κοιτούσε με τις ώρες να παίζουν. Τα πρωινά στην αυλή του σχολείου και τα απογεύματα στην πλατεία.
Και τους μιλούσε. Τους έγνεφε.
Κι εκείνα του πετούσαν που και που τη μπάλα. Δεν τον φοβόταν.
Κανείς δεν τον φοβόταν.
Μόνο οίκτος.
Δε γεννήθηκε έτσι.
Δεν ήταν από πάντα έτσι. Οι παλιοί στη γειτονιά το ήξεραν.
Κι άκουγες που και που στο καφενείο της πλατείας να τον συζητάνε.
Ήταν το πέρασμα του που πυροδοτούσε τη μνήμη.
Μια χαρά παλικάρι ήταν. Δουλευτάρικο και δυνατό.
Καμάρωνε η μάνα.
Δυο παιδιά της έδωσε ο Θεός κι ήταν όμορφα κι άξια και τα δυο.
Τη μακάριζαν για την τιμιότητα και την εργατικότητα του κανακάρη της.
Για την καλοσύνη και την ομορφιά της μικρής της κόρης είχαν να το λένε.
Πολλοί τη ζητούσαν. Αλλά εκείνη ήθελε να πάρει άνδρα από αγάπη.
Και πήρε.
Και μαζί με αυτόν πήρε και την τρέλα του.
Τη ζήλια, τα χτυπήματα και στο τέλος το μαχαίρι του.
Την έσφαξε κι αυτοκτόνησε.
Δίπλα δίπλα τους βρήκε ο αδερφός.
Εκείνη στον ύπνο τον αιώνιο, όμορφη και κρυστάλλινη. Κούκλα κοιμισμένη.
Κι εκείνος κρεμασμένος, να της ρίχνει τη σκιά του.
Σπάραξε η καρδιά του αδερφού.
Ήταν το τρυφερούδι του.
Η αδυναμία του η μεγάλη.
Η αδερφή του…
Κι ο καημός της τον τρέλανε.
Μια μαχαιριά και η μάνα έχασε δύο παιδιά.
Το ένα στο χώμα και το άλλο ζωντανό νεκρό.
Να τριγυρνά στους δρόμους αλλοπαρμένο.
Είναι κι αυτή η ζωή, σαν το θέλει, ανελέητη.
Σου δίνει κλωτσιά και σε στέλνει στο διάολο.
Σε σκορπά σε χίλια κομμάτια. Τόσα που είναι αδύνατο και να θέλεις να τα μαζέψεις. Δεν κολλάνε. Δεν γίνονται ξανά ότι ήταν.
Ο πόνος σε γονατίζει κι έρχεται η σφαίρα του παραλόγου να σε προστατεύσει από τη συντριβή.
Αυτό έκανε και με εκείνον. Του πήρε τα λογικά του και τον άφησε σκιά να πλανιέται στους δρόμους.
Να γεννά οίκτο και λύπη. Βαθιά λύπη για τον πόνο του.
Είναι τόσο ευάλωτος ο άνθρωπος τελικά.
Νους, καρδιά, ψυχή. Εύθραυστα τόσο που δε φαντάζεται ποτέ κανείς.
Κι αρκεί ένα κάτι, ένα δυνατό κάτι για να ακουστεί εκείνο το γνώριμο κρακ.
Και σπας. Και δε γίνεσαι ποτέ ξανά ίδιος.
Αλλάζεις. Ίσως όχι στα όρια της τρέλας. Αλλά φλερτάρεις με τις αντοχές σου. Συλλαβίζεις τα όρια σου και τα δοκιμάζεις.
Κι αν τα ξεπεράσεις, δεν έχει γυρισμό.
Αλλά θα μου πεις, ποια πληγή ήρθε και πέρασε τόσο απλά;
Κάθε πληγή κι ο πόνος της.
Κάθε πληγή κι ένα σημάδι. Μωσαϊκό πάνω σου, να σου θυμίζει όσα σου στέρησαν ό,τι αγάπησες, ό,τι πόθησες, ό,τι λαχτάρησες.
Κι εσύ εκεί.
Να σκύβεις και να μιλάς στον εαυτό σου. Κι άκρη να μη βγάζεις.
Κουβάρι η ύπαρξη κι αδυνατείς να ξεμπλέξεις.
Απώλεια, πόνος, συντριβή, κενό.
Μόνο κενό…
Αυτούς τους ανθρώπους, που τους άγγιξε η απώλεια και τους τάισε η συντριβή, μην τους φοβάστε.
Μόνο να τους χαμογελάτε σαν σταυρώνουν οι δρόμοι σας. Κι ας μην το νιώθετε πως καταλαβαίνουν, τους ζεσταίνει το γέλιο σας. Είναι βάλσαμο στην παγωμένη τους καρδιά.
Χαμογελάστε και προσπεράστε τους. Μην τους χλευάσετε, μην τους απορρίψετε.
Μονάχα αφήστε τους στη φωλιά που έφτιαξε το μυαλό τους για να τους προστατεύσει από τη συντριβή. Στον κόσμο τους δεν έχει πια πόνο, μήτε απώλεια.
Κι ευχηθείτε, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται, να μην έρθετε ποτέ στη θέση τους. Να μη σας κληρώσει ποτέ πόνος σαν το δικό τους. Γιατί δεν αντέχεται…
Γι’αυτό σταυρώστε τα δάχτυλα και ευχηθείτε το.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία.
Ολες οι Ειδήσεις
- Πέθανε ο ηθοποιός Κώστας Στεφανάκης σε ηλικία 76 ετών
- Ευρωεκλογές: Ανοιχτό το σενάριο για διπλές κάλπες στις 9 Ιουνίου – Αύριο η απόφαση του Αρείου Πάγου για τους «Σπαρτιάτες»
- Ίλιον: Βίντεο ντοκουμέντο από την παράσυρση και εγκατάλειψη 23χρονης – «Ζω από θαύμα»
- Φωτιά ξέσπασε στη Ζαχάρω Ηλείας: Επιχειρούν οι πυροσβεστικές δυνάμεις
- Συναγερμός με την Αφρικανική σκόνη: Αυξημένη προσέλευση ασθενών στα επείγοντα με βήχα και δύσπνοια – Οι οδηγίες των πνευμονολόγων
- «Μποτιλιάρισμα» στα λιμάνια της Μεσογείου – Ασφυκτικά γεμάτες οι αποθήκες εξαιτίας της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα
- Ο πρίγκιπας Λούις γιορτάζει τα έκτα γενέθλιά του και η Κέιτ Μίντλετον ανέβασε νέα φωτογραφία του λόγω της ημέρας
- Κυριάκος Μητσοτάκης: Περισσότερα από 3 δισ. ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών στη Θεσσαλία από τον Daniel & Elias